Ερετριακος

Ερετριακος
    Ἐρετριακός
    3
    эретрийский
    

Ἐρετριακέ αἵρεσις Diog.L. — эретрийская (философская) школа, т.е. ученики Менедема


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "Ερετριακος" в других словарях:

  • ερετριακός — ή, ό και ερετρικός, ή, ό (AM ἐρετριακός, ή, όν και ἐρετρικός, ή, όν) [Ερέτρια] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Ερέτρια, αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από αυτή 2. φρ. α) «ερετριακή τέχνη» β) «ερετριακά αγγεία» αγγεία που προέρχονται από… …   Dictionary of Greek

  • ερετριαίος — ἐρετριαῑος, α, ον (Α) [Ερέτρια] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Ερέτρια, ο ερετριακός («τὸ ἐπιτείχισμα τὸ Ἐρετριαῑον», Θουκ.) …   Dictionary of Greek

  • ερετρικός — ή, ό (Α ἐρετρικός, ή, όν) [Ερέτρια] βλ. ερετριακός …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»